- Σλοβάκος
- ο , Σλοβάκα η слова|к, -чка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Σλοβάκος — ο, θηλ. Σλοβάκα, Ν 1. ο κάτοικος της Σλοβακίας, ανεξάρτητου σήμερα κράτους, μιας από τις δύο συνιστώσες τής πρώην Τσεχοσλοβακίας 2. στον πληθ. οι Σλοβάκοι εθνολ. σλαβικός λαός τής ανατολικής πρώην Τσεχοσλοβακίας, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή… … Dictionary of Greek
Στόντολα, Άουρελ — Σλοβάκος μηχανικός (1859 – 1942). Σπούδασε στο πολυτεχνείο της Βουδαπέστης και στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή της Ζιρίχης. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Παρισιού και του Βερολίνου. Το 1892 διορίστηκε καθηγητής της… … Dictionary of Greek
Στουρ, Λουντοβίτ — Σλοβάκος φιλόλογος, συγγραφέας και πολιτικός (Ούχροβεκ 1815 – Μόντρα 1856). Επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Χέγγελ και την πανσλαβιστική θεωρία του Γ. Κολάρ υπήρξε ο βασικότερος αντιπρόσωπος του εθνικιστικού κινήματος του 19ου αι. Ταύτισε την… … Dictionary of Greek
Ντούμπτσεκ, Αλεξάντερ — (Alexander Dubcek, Ούροβεκ Σλοβακίας 1921 – 1992). Σλοβάκος πολιτικός. Μικρός εγκαταστάθηκε οικογενειακά στην Κιρκισία της Σοβιετικής ΄Ενωσης (1925 38), όπου και σπούδασε μηχανικός. Αργότερα και κατά την τριετία 1955 58 σπούδασε επιπλέον… … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
σλοβακικός — ή, ό, Ν [Σλοβάκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σλοβακία ή στους Σλοβάκους 2. φρ. «σλοβακική γλώσσα» γλωσσ. δυτικοσλαβική γλώσσα που σχετίζεται στενά με την τσεχική, την πολωνική και τη σοραβική και η οποία χρησιμοποιεί τη λατινική γραφή … Dictionary of Greek
Ράζους, Μαρτίνος — (1888 – 1937). Σλοβάκος λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με την ποίηση, αλλά και με το μυθιστόρημα. Οι σημαντικότερες ποιητικές συλλογές του τιτλοφορούνται Στιγμές γαλήνης και καταιγίδας (1917) και Ω χώρα μου. Τα μυθιστορήματά του είναι κυρίως ρεαλιστικά,… … Dictionary of Greek